ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
μη θελκτικός,-ή,-ό | charmless |
μη εξακολουθητικός,-ή,-ό | discontinuous |
μη εξακολουθητικός,-ή,-ό | non-continuant |
μη εξακολουθητικός,-ή,-ό | non-continuous |
μη ευνοούμενος,-η,-ο | non-favourite |
μη εμφατικός τύπος ρήματος (ο) | non-finite verb form |
μη επαναληπτικός,-ή,-ό | non-iterative |
μη επαναλλαμβανόμενη εναλλαγή (η) | non-recurrent alternation |
μη εστιασμένες διεκπεραιωτικές δραστηριότητες | unfocused task-based approach |
μη ερμηνεύσιμος-η-ο | uninterpretable |