ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1173 results
Greek Term English Term
μη θελκτικός,-ή,-ό charmless
μη εξακολουθητικός,-ή,-ό discontinuous
μη εξακολουθητικός,-ή,-ό non-continuant
μη εξακολουθητικός,-ή,-ό non-continuous
μη ευνοούμενος,-η,-ο non-favourite
μη εμφατικός τύπος ρήματος (ο) non-finite verb form
μη επαναληπτικός,-ή,-ό non-iterative
μη επαναλλαμβανόμενη εναλλαγή (η) non-recurrent alternation
μη εστιασμένες διεκπεραιωτικές δραστηριότητες unfocused task-based approach
μη ερμηνεύσιμος-η-ο uninterpretable