ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
μη παραγωγικός,-ή,-ό | unproductive |
μη διατεταγμένη περιβαλλοντικά ελεύθερη γραμματική (η) | unordered context-free grammar |
μη υποκινούμενος,-η,-ο | unmotivated |
μη χαρακτηρισμένος όρος της αντίθεσης | unmarked term (of opposition) |
μονοσημία (η) | univocality |
Μονάδα (η), ενότητα (η) | unitary base hypothesis |
μονάδα (η) | unit |
Μονάδα (η), ενότητα (η) | Unit |
μονοαριστερότητα (η) | unisinistrality |
μοναδικό μόρφημα (το), ημιμόρφημα (το) | unique morpheme |