ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1173 results
Greek Term English Term
μεταφορική σημασία figurative meaning
μεταφορά πρωταρχική (η) metaphor primary
μεταφορικός,-ή,-ό metaphoric
μεταφορικός συμφυρμός (ο) metaphoric blend
μεταφορική συνεπαγωγή (η) metaphoric entailment
μεταφορικός,-ή,-ό metaphorical
μεταφορική αντιστοιχία (η) metaphorical correspondence
μεταφορική συνεπαγωγή (η) metaphorical entailment
μεταφορά προσδιορισμένου επιπέδου (η) specific-level metaphor
μεταφορά της κατάρτισης (η) transfer of training