ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1173 results
Greek Term English Term
μετάβαση έψιλον epsilon transition
μετάβασης (της) transitional
μεταβατική δίγλωσση εκπαίδευση (η) transitional bilingual education
μεταβατική ικανότητα transitional competence
μεταβατικές πιθανότητες (οι) transitional probabilities
μεταβατικό επίθετο (το) transitive adjective
μεταβατική σχέση (η) transitive relation
μεταβατικές σχέσεις transitive relations
μεταβατική ρηματική φράση (η) transitive verb phrase
μεταβατική ρηματική φράση (η) tvp