ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
μείξη (η) | blend |
μείγμα (το) | blend |
μείξη (η) | blending |
μειονοτική γλώσσα (η) | language minority |
μεινοτική γλωσσική ομάδα (η) | language minority group |
μείζων,-ων,-ον | major |
μεικτή διευθέτηση (η) | mixed arrangement |
μεικτή γλώσσα (η) | mixed language |
μεικτή διάταξη (η) | mixed order |
μειονεξία ομιλίας | speech handicap |