ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
μωρουδίστικη ομιλία (η) | baby-talk |
Μπασκίρ (η) (γλώσσα) | BA |
μέσος παράγοντας διακλάδωσης λέξης (ο) | average word branching factor |
Μεγεθυντικός-ή-ό, επαυξητικός-ή-ό | augmentative (augm) |
μεγεθυντικός,-ή,-ό | augmentative |
μέθοδος ομιλίας και ακουστικής κατανόησης (η) | audiolingual method |
μετριαστικός,-ή,-ό | attenuative |
Μη μουσικοτονική γλώσσα (η) | atonal language |
μη μουσικοτονικός,-ή,-ό | atonal |
μη τερματικός,-ή,-ό | aterminative |