ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1173 results
Greek Term English Term
μωρουδίστικη ομιλία (η) baby-talk
Μπασκίρ (η) (γλώσσα) BA
μέσος παράγοντας διακλάδωσης λέξης (ο) average word branching factor
Μεγεθυντικός-ή-ό, επαυξητικός-ή-ό augmentative (augm)
μεγεθυντικός,-ή,-ό augmentative
μέθοδος ομιλίας και ακουστικής κατανόησης (η) audiolingual method
μετριαστικός,-ή,-ό attenuative
Μη μουσικοτονική γλώσσα (η) atonal language
μη μουσικοτονικός,-ή,-ό atonal
μη τερματικός,-ή,-ό aterminative