ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1173 results
Greek Term English Term
Μούντα (η) (γλώσσα) Munda
μουρμουρητό (ρο) murmur
μουρμουρητό (το), γογγυσμός (ο) murmuring
μουσική λεξικογραφία (η) musical lexicography
μουσικός παρατόνος (ο) paratone
μουσικός τόνος pure tone
μουσικοί τόνοι επιπέδου register tones
μουσικός τόνος tone accent
μουρμουρητό whispering
μουρμουρητό whispery voice