ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1173 results
Greek Term English Term
μονοσθενής κατηγορία (η) monad
μονοπροσβάσιμο λεξικό (το) monoaccessible dictionary
μονόσημο (το) monoseme
μονοσημία (η) monosemy
Μονοσημία (η) monosemy univocality
μονοσθενή ρήματα (τα) monovalent verbs
μονός τόνος (o) single-bar
Μονοπλευρικός-ή-ό unilateral
μονοπλευρικός φθόγγος unilateral sound
μονοσημία (η) univocality