ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1173 results
Greek Term English Term
μονο- mono-
μονογένεση (η) monogenesis
μονογενετικός,-ή,-ό monogenetic
μονογενετική θεωρία (η) monogenetic theory
μονογενετική θεωρία της καταγωγής της γλώσσας (η) monogenetic theory of language origin
μονόγλωσση λεξικογραφία (η) monolingual lexicography
μονογλωσσικό ορολογικό λήμμα (το) monolingual terminological entry
μονόγλωσσο και δίγλωσσο λεξικό (το) monolingual-cum-bilingual dictionary
μονογλωσσία (η) monolingualism
μονοαριστερότητα (η) unisinistrality