ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| μονο- | mono- |
| μονογένεση (η) | monogenesis |
| μονογενετικός,-ή,-ό | monogenetic |
| μονογενετική θεωρία (η) | monogenetic theory |
| μονογενετική θεωρία της καταγωγής της γλώσσας (η) | monogenetic theory of language origin |
| μονόγλωσση λεξικογραφία (η) | monolingual lexicography |
| μονογλωσσικό ορολογικό λήμμα (το) | monolingual terminological entry |
| μονόγλωσσο και δίγλωσσο λεξικό (το) | monolingual-cum-bilingual dictionary |
| μονογλωσσία (η) | monolingualism |
| μονοαριστερότητα (η) | unisinistrality |