ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| μεταφραστικά δάνεια (τα) | calchi |
| μετάφραση με τη βοήθεια υπολογιστή | computer assisted translation |
| μετάφραση με υπολογιστή (η) | computer translation |
| μετάφραση με τη βοήθεια υπολογιστή | computer-aided translation |
| μεταφρασιμότητα | translatability |
| μεταφρασμένο λεξικό (το) | translated dictionary |
| μετάφραση | translation |
| μεταφραστικά λεξικά | translation dictionaries |
| Μεταφρασεολογία (η), μεταφραστική επιστήμη (η) | translatology |
| μεταφραστής (ο) | translator |