ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Μεροληπτικός αλγόριθμος υποβάθμισης περιορισμού (ο) | biased constraint demotion algorithm |
Μερολογία (η) | mereology |
μερώνυμο (το) | meronym |
μερωνυμία (η) | meronymy |
μέρος (το) | part |
μέρος του λόγου (το) | part of speech / part-of-speech |
μεριστική σχέση (η) | partitive relation |
μερώνυμο (το) | partonym |
μερωνυμία (η) | partonymy |
μέρος λέξης | word part |