ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1173 results
Greek Term English Term
Μεροληπτικός αλγόριθμος υποβάθμισης περιορισμού (ο) biased constraint demotion algorithm
Μερολογία (η) mereology
μερώνυμο (το) meronym
μερωνυμία (η) meronymy
μέρος (το) part
μέρος του λόγου (το) part of speech / part-of-speech
μεριστική σχέση (η) partitive relation
μερώνυμο (το) partonym
μερωνυμία (η) partonymy
μέρος λέξης word part