ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1173 results
Greek Term English Term
μερική αφομοίωση (η) incomplete assimilation
Μερίνα (η) (γλώσσα) Merina
μερική μάθηση (η) part learning
μερικός,-ή,-ό partial
Μερική μετάπλαση (η) partial conversion
μερική ισοδυναμία (η) partial equivalence
μερική κατανόηση (η) partial intelligibility
μερική ή ατελής αφομοίωση (η) partial or incomplete assimilation
μερική συνωνυμία (η) partial synonym
μερικώς παραγωγικός,-ή,-ό partially productive