ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
μερική αφομοίωση (η) | incomplete assimilation |
Μερίνα (η) (γλώσσα) | Merina |
μερική μάθηση (η) | part learning |
μερικός,-ή,-ό | partial |
Μερική μετάπλαση (η) | partial conversion |
μερική ισοδυναμία (η) | partial equivalence |
μερική κατανόηση (η) | partial intelligibility |
μερική ή ατελής αφομοίωση (η) | partial or incomplete assimilation |
μερική συνωνυμία (η) | partial synonym |
μερικώς παραγωγικός,-ή,-ό | partially productive |