ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
μπιχιεβιορισμός (ο) | behaviorism |
μπιχεβιορισμός (ο) | behaviourism |
Μπένουε-Κουά (η) (γλώσσα) | Benue-Kwa |
Μπιχάρι (η) (γλώσσα) | BH |
Μπισλάμα (η) (γλώσσα) | BI |
Μπιχάρι (η) (γλώσσα) | Bihari |
Μπισλάμα (η) (γλώσσα) | Bislama |
Μπλούμφιλντ (του) / Μπλουμφιλντιανός-ή-ό | Bloomfield / Bloomfieldian |
Μπλούμφιλντ (Bloomfield) (του) | Bloomfieldian |
Μπλούμφιλντ (Bloomfield) (του) | Bloomfieldianism |