ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Λιθουανικά (τα) | Lithuanian |
λιεζόν (η) | liaison |
λιεζόν (liaison) (η), συνεκφώνηση (η), υφέν (το), συνεκφορά (η) | liaison |
Λιβονική (η) (γλώσσα) | Liv |
λήξη (η) | termination |
λημματοποίηση (η) | lemmatisation |
λημματοποίηση (η) | lemmatization |
λημματολόγιο | word-list |
λημματικός τύπος (ο) | lemmatic form |
λημματικός τύπος (ο) | citation form |