ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

616 results
Greek Term English Term
Λιθουανικά (τα) Lithuanian
λιεζόν (η) liaison
λιεζόν (liaison) (η), συνεκφώνηση (η), υφέν (το), συνεκφορά (η) liaison
Λιβονική (η) (γλώσσα) Liv
λήξη (η) termination
λημματοποίηση (η) lemmatisation
λημματοποίηση (η) lemmatization
λημματολόγιο word-list
λημματικός τύπος (ο) lemmatic form
λημματικός τύπος (ο) citation form