ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| λεξικογραφική επίγνωση | dictionary awareness |
| λεξικογραφική κουλτούρα | dictionary culture |
| λεξικογραφική έρευνα | dictionary research |
| λεξικογραφική βιβλιοκρισία | dictionary review |
| λεξικογραφία της συχνότητας (η) | frequency lexicography |
| λεξικογραφικά αρχεία (τα) | lexicographic archives |
| λεξικογραφική αρχαιολογία (η) | lexicographic(al) archaeology |
| λεξικογραφική απόδειξη (η)/λεξικογραφικό τεκμήριο (το) | lexicographic(al) evidence |
| λεξικογραφική πληροφορία (η) | lexicographic(al) information |
| λεξικογραφία χρήσης (η) | usage lexicography |