ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| λειτουργικός έλεγχος (ο) | functional control |
| λειτουργικός αναλφαβητισμός (ο) | functional illiteracy |
| Λειτουργικός γραμματισμός (ο) | functional literacy |
| λειτουργικό φορτίο (το) | functional load |
| λειτουργικός ρόλος (ο) | functional role |
| λειτουργικοί ρόλοι (οι) | functional roles |
| λειτουργικό σχήμα (το) | functional schema |
| λειτουργικό φορτίο (το) | functional yield |
| λειτουργικό στοιχείο (το) | functor |
| λειτουργικός ορισμός (ο) | operational definition |