ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
κόρπους TIPSTER (το) TIPSTER Corpus
κορυφή (η) tip
κλίση tilt
κόρπους TIGER (το) TIGER Corpus
κατώφλι ακοής threshold of hearing
κανόνας των «δεκατριών ανδρών» thirteen men rule
κυβερνώ/-ώμαι θεματικά thematic govern
Κόρπους Ταϋλανδέζων Μαθητών Αγγλικών (το) Thai English Learner Corpus (TELC)
κειμενικότητα (η) texture
κειμενικότητα (η) textuality