ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
κόρπους TIPSTER (το) | TIPSTER Corpus |
κορυφή (η) | tip |
κλίση | tilt |
κόρπους TIGER (το) | TIGER Corpus |
κατώφλι ακοής | threshold of hearing |
κανόνας των «δεκατριών ανδρών» | thirteen men rule |
κυβερνώ/-ώμαι θεματικά | thematic govern |
Κόρπους Ταϋλανδέζων Μαθητών Αγγλικών (το) | Thai English Learner Corpus (TELC) |
κειμενικότητα (η) | texture |
κειμενικότητα (η) | textuality |