ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
κανονικό βάβισμα (το) | canonical babbling |
κανονικός τύπος (ο) | canonical form |
κανονική αναγκαιότητα (η) | canonical necessity |
Καντονεζική (η) (γλώσσα) | Cantonese |
κεφαλαίο (το) (γράμμα) | capital |
κύριο φωνήεν (το) | cardinal vowel |
καρδιοειδής,-ής,-ές | cardioid |
Καριβική (η) (γλώσσα) | Carib |
Καριβική (η) (γλώσσα) | Cariban |
καρτεσιανή γλωσσολογία (η) | Cartesian linguistics |