ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
κλισέ (το) | cliché |
κλινική γλωσσολογία (η) | clinical linguistics |
κλινική φωνολογία (η) | clinical phonology |
κλίνομαι | conjugate |
κλίνω/-ομαι | inflect |
κλινόμενη ρίζα (η) | root-inflected |
κλιμακωτό υπονόημα | scalar implicature |
κλιμακωτό μόριο (το) | scalar particle |
κλιμακωτό ρήμα (το) | scalar verb |
κλιμάκωση (η) | scaling |