ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
κλισέ (το) cliché
κλινική γλωσσολογία (η) clinical linguistics
κλινική φωνολογία (η) clinical phonology
κλίνομαι conjugate
κλίνω/-ομαι inflect
κλινόμενη ρίζα (η) root-inflected
κλιμακωτό υπονόημα scalar implicature
κλιμακωτό μόριο (το) scalar particle
κλιμακωτό ρήμα (το) scalar verb
κλιμάκωση (η) scaling