ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Κάθετη ομαδοποίηση/κάθετη διάσπαση (η) | Vertical grouping / splitting |
κατακόρυφη ράβδος (η) | vertical bar |
καθημερινό ύφος | vernacular style |
καθομιλουμένη (η), οικείο ύφος (το), κοινή (η) | vernacular |
κοινή | vernacular |
κατηγορία ρήματος | verb category |
κοιλιακός-ή-ό | ventricular |
κανόνας μεταβλητής (ο) | variable rule |
κοιλάδα κύματος | valley |
κοίλο κύματος (το) | valley |