ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
Κάθετη ομαδοποίηση/κάθετη διάσπαση (η) Vertical grouping / splitting
κατακόρυφη ράβδος (η) vertical bar
καθημερινό ύφος vernacular style
καθομιλουμένη (η), οικείο ύφος (το), κοινή (η) vernacular
κοινή vernacular
κατηγορία ρήματος verb category
κοιλιακός-ή-ό ventricular
κανόνας μεταβλητής (ο) variable rule
κοιλάδα κύματος valley
κοίλο κύματος (το) valley