ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
κανονικός τύπος (ο) canonical
κανονικό βάβισμα (το) canonical babbling
κανονικός τύπος (ο) canonical form
κανονικός τύπος κατά Τσόμσκι (ο) chomsky normal form
κανονικοποίηση (η) normalisation
κανονικοποίηση (η) normalization
κανονικοποιημένος τυπικός βαθμός (ο) normalized standard score
κανονικός regular
κανονική/συστηματική πολυσημία regular/systematic polysemy
κανονικοποίηση κειμένου  text normalization