ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
κατηγοριακή μεταβλητή (η) | category variable |
κατηγοριακά ουδέτερος κανόνας (ο) | category-neutral rule |
καυκάσιος-α-ο | Caucasian |
καυκασιανές γλώσσες (οι) | Caucasian languages |
κοιλότητα (η) | cavity |
Κάγιους (η) (γλώσσα) | Cayuse-Molala |
Κελτιβηρική (η) (γλώσσα) | Celtiberian |
Κελτική (η) (γλώσσα) | Celtic |
κινηματική (η) | cenematics |
κίνημα (το) | ceneme |