ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
κατηγοριακή γραμματική (η) categorical grammar
κατηγοριακή αντίληψη (η) categorical perception
κατηγοριακός κανόνας (ο) categorical rule
κατηγοριοποίηση (η) categorization
κατηγοριοποιώ categorize
κατηγορία (η) category
κατηγοριακά όρια (τα) category boundaries
κατηγοριακό χαρακτηροστικό (το) category feature
κατηγοριακό σύμβολο (το) category symbol
κατηγοριακή μεταβλητή (η) category variable