ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
κανονικός,-ή,-ό canonical
κανονικός τύπος (ο) canonical
Καναδικά Αγγλικά (τα) Canadian English
Κόρπους Προφορικής Αγγλικής της Βόρειας Αμερικής Κείμπριτζ-Κορνέλ (το) Cambridge–Cornell Corpus of Spoken North American English
Κόρπους Μαθητών Δεύτερης Γλώσσας του Κείμπριτζ (το) Cambridge Learner Corpus
Κόρπους Λόγου στα Αγγλικά Κέιμπριτζ και Νότιγχαμ (CANCODE) (το) Cambridge and Nottingham Corpus of Discoursein English (CANCODE)
Καμποντιανά (τα) Cambodian
Καμ-Ταϊλανδέζικη (η) (γλώσσα) Cam-Thai
καλλιγραφία (η) calligraphy
Καλιφορνέζικα (τα) Californian