ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
κανονικός,-ή,-ό | canonical |
κανονικός τύπος (ο) | canonical |
Καναδικά Αγγλικά (τα) | Canadian English |
Κόρπους Προφορικής Αγγλικής της Βόρειας Αμερικής Κείμπριτζ-Κορνέλ (το) | Cambridge–Cornell Corpus of Spoken North American English |
Κόρπους Μαθητών Δεύτερης Γλώσσας του Κείμπριτζ (το) | Cambridge Learner Corpus |
Κόρπους Λόγου στα Αγγλικά Κέιμπριτζ και Νότιγχαμ (CANCODE) (το) | Cambridge and Nottingham Corpus of Discoursein English (CANCODE) |
Καμποντιανά (τα) | Cambodian |
Καμ-Ταϊλανδέζικη (η) (γλώσσα) | Cam-Thai |
καλλιγραφία (η) | calligraphy |
Καλιφορνέζικα (τα) | Californian |