ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
καρτεσιανή γλωσσολογία (η) Cartesian linguistics
Καριβική (η) (γλώσσα) Cariban
Καριβική (η) (γλώσσα) Carib
καρδιοειδής,-ής,-ές cardioid
κύριο φωνήεν (το) cardinal vowel
κεφαλαίο (το) (γράμμα) capital
Καντονεζική (η) (γλώσσα) Cantonese
κανονική αναγκαιότητα (η) canonical necessity
κανονικός τύπος (ο) canonical form
κανονικό βάβισμα (το) canonical babbling