ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
Κειμενογλωσσολογία (η) textlinguistics
κειμένημα (το), κειμενική μονάδα (η) texteme
κειμενική text-unit
κειμενική text-s
κειμενικό είδος (το) text type
κειμενική θεωρία (η) text theory
κειμενικό θέμα (το) text theme
κανονικοποίηση κειμένου  text normalization
κειμενογλωσσολογία (η) text linguistics
κειμενογλωσσολογικός-ή-ό text linguistic