ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| κανονικός τύπος (ο) | canonical |
| κανονικό βάβισμα (το) | canonical babbling |
| κανονικός τύπος (ο) | canonical form |
| κανονικός τύπος κατά Τσόμσκι (ο) | chomsky normal form |
| κανονικοποίηση (η) | normalisation |
| κανονικοποίηση (η) | normalization |
| κανονικοποιημένος τυπικός βαθμός (ο) | normalized standard score |
| κανονικός | regular |
| κανονική/συστηματική πολυσημία | regular/systematic polysemy |
| κανονικοποίηση κειμένου | text normalization |