ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
κοινό όνομα (το) class noun
κοινό όνομα (το) common noun
κοινό σύμβολο cover symbol
κοινό όνομα (το) generic noun
Κόινκόιν (η) (γλώσσα) Khoikhoin
Κοινοπραξία Γλωσσολογικών Δεδομένων (η) LDC
Κοινοπραξία Γλωσσολογικών Δεδομένων (η) Linguistic Data Consortium (LDC)
κοινό όνομα (το) nomen appellativum
κοινόλεκτος Standard
κοινή/πρότυπη/καθιερωμένη ποικιλία (η) standard variety