ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
κοινό όνομα (το) | class noun |
κοινό όνομα (το) | common noun |
κοινό σύμβολο | cover symbol |
κοινό όνομα (το) | generic noun |
Κόινκόιν (η) (γλώσσα) | Khoikhoin |
Κοινοπραξία Γλωσσολογικών Δεδομένων (η) | LDC |
Κοινοπραξία Γλωσσολογικών Δεδομένων (η) | Linguistic Data Consortium (LDC) |
κοινό όνομα (το) | nomen appellativum |
κοινόλεκτος | Standard |
κοινή/πρότυπη/καθιερωμένη ποικιλία (η) | standard variety |