ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| κατηγορικός,-ή,-ό | categorial |
| κατηγορικό στοιχείο (το) | categorial element |
| κατηγορικός,-ή,-ό | categorical |
| κατηγοριοποίηση (η) | categorization |
| κατηγοριοποιώ | categorize |
| κατηγορικός λογισμός πρώτης τάξης | first order logic |
| κατηγορική/ονομαστική/ονοματική κλίμακα (η) | nominal scale |
| κατηγορικό συμπλήρωμα (το) | predicate complement |
| κατηγορικό όνομα/ουσιαστικό (το) | predicate noun |
| κατηγορούμενο (το) | predicative |