ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| κατηγόρημα (το) | attribute |
| κατευθυντικός | directional |
| Κατευθυντική συνεπαγωγικότητα (η) | directional entailingness |
| κατευθυντικά αντίθετα | directional opposites |
| κατευθυντικότητα | directionality |
| κατευθυντικότητα της αλλαγής (η) | directionality of change |
| κατευθυντικός,-ή,-ό | directive |
| κατευθυντής (ο) | director |
| κατηγόρημα (το) | predicate (pred) |
| κατηγόρημα βαθμιαίων σταδίων (το) | stage-level predicate |