ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| καταρρέω | crash |
| κατάρρευση | crash |
| Κατάρρευση (η), καταρρέω | crash |
| κατασημαίνω | designate |
| κατασημαινόμενο (το) | designatum |
| κατανομικός | distributional |
| κατάρτιση προφίλ (η) | profiling |
| κατασεκυαστές διαστημάτων (οι) | space builders |
| κατανομή χώρου | spatialization |
| Κατανομή της συνεισφοράς (η) | turn-taking |