ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ιδιωτική ομιλία (η) | private speech |
ιδιωτική γλώσσα (η) | private language |
ιστορικός αόριστος (ο) | preterite |
ιστορικός αόριστος (ο) | preterite |
ισχυρή θέση (η) | powerful locality |
ισχυρή τοπικότητα (η) | powerful locality |
ισχυρός-ή-ό | powerful |
ισχύς των γραμματικών (η) | power of grammars |
ισχύς (η) | power |
ικανότητα φωνητικής κωδικοποίησης (η) | phonetic coding ability |