ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

254 results
Greek Term English Term
Ισορροπημένος–η-ο διπλόγλωσσος-η-ο /δίγλωσσος-η-ο balanced bilingual
ισορροπημένο κόρπους (το) balanced corpus
ισοδυναμία (η) biconditional
ιεραρχία αλυσίδας του είναι/του όντος (η) chain-of-being hierarchy
ιεραρχία κατά Τσόμσκυ (η) Chomsky hierarchy
Ιεραρχία κατά Τσόμσκι (Chomsky) (η) Chomsky hierarchy
ισορροπημένος compound
ισορροπημένοι διπλόγλωσσοι compound bilinguals
ιδιότητα σταθερής αύξησης (η) constant growth property
ιεραρχία περιορισμών (η) constraint hierarchy