ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ιστοριόλεκτος (η) | historiolect |
ιστοριογραφία της γλώσσας (η) | linguistic historiography |
ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία (η) | historical and comparative linguistics |
ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία (η) | historical linguistics |
ιστορικός,-ή,-ό | historical |
Ιστορικός-ή-ό | Historic |
ιστορικός παρελθοντικός (ο) | past historic |
ιστορικός ενεστώτας (ο) | historic present |
Ιστορικός ενεστώτας (ο) | Historic(al) present |
ιστορικός γλωσσολόγος (ο) | historical linguist |