ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ισχυρή θέση (η) | powerful locality |
ισχυρή επάρκεια | strong adequacy |
ισχυρή διασταυρωτική μετακίνηση | strong cross-over movement |
ισχυρή διασταύρωση/διασταυρωτική μετακίνηση (η) | strong crossover |
ισχυρή γενετική δυναμικότητα (η) | strong generative capacity |
ισχυρή γενετική δυναμικότητα (η) | strong generative capacity |
ισχυρές συνθήκες επάρκειας (οι) | strong conditions of adequacy |
ισχυρά επαρκής | strongly adequate |
Ιστρορουμανική (η) (γλώσσα) | Istro-Rumanian |
ιστότοπος (ο), ιστοσελιδα (η) | website |