ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

254 results
Greek Term English Term
ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία (η) historical and comparative linguistics
ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία (η) historical linguistics
ιστοριογραφία της γλώσσας (η) linguistic historiography
ιστοριόλεκτος (η) historiolect
ιστότοπος (ο), ιστοσελιδα (η) website
Ιστρορουμανική (η) (γλώσσα) Istro-Rumanian
ισχυρά επαρκής strongly adequate
ισχυρές συνθήκες επάρκειας (οι) strong conditions of adequacy
ισχυρή γενετική δυναμικότητα (η) strong generative capacity
ισχυρή γενετική δυναμικότητα (η) strong generative capacity