ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
θηλυκό | feminine |
θηλυκός,-ή,-ό | feminine |
Θηλυκό (το) | Feminine, f, F, fem, FEM |
θεωρία πεδίων (η) | field theory |
θεωρία σημασιολογικών πεδίων | field theory of semantics |
θεωρία της τυπικής γλώσσας (η) | formal language theory |
θεωρία του πλαισίου (η) | frame theory |
θαμιστικός,-ή,-ό | frequentative |
θεμελιώδης-ης-ες | fundamental |
θεμελιώδης αρμονική (η) | fundamental frequency |