ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

260 results
Greek Term English Term
θηλυκό feminine
θηλυκός,-ή,-ό feminine
Θηλυκό (το) Feminine, f, F, fem, FEM
θεωρία πεδίων (η) field theory
θεωρία σημασιολογικών πεδίων field theory of semantics
θεωρία της τυπικής γλώσσας (η) formal language theory
θεωρία του πλαισίου (η) frame theory
θαμιστικός,-ή,-ό frequentative
θεμελιώδης-ης-ες fundamental
θεμελιώδης αρμονική (η) fundamental frequency