ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
θηλυκός,-ή,-ό | feminine |
θηλυκοί όροι | female terms |
θεωρία του γενεαλογικού/οικογενειακού δέντρου (η) | family tree theory |
θεωρία της προσδοκίας (η) | expectancy theory |
θεωρία υποδειγμάτων (η) | exemplar theory |
θαυμαστικός | exclamatory |
θαυμαστικές προτάσεις | exclamatives |
θαυμαστικός-ή-ό | exclamative |
θαυμαστικό | exclamation mark (!) |
θύλακας (ο) | enclave |