ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

260 results
Greek Term English Term
θηλυκός,-ή,-ό feminine
θηλυκοί όροι female terms
θεωρία του γενεαλογικού/οικογενειακού δέντρου (η) family tree theory
θεωρία της προσδοκίας (η) expectancy theory
θεωρία υποδειγμάτων (η) exemplar theory
θαυμαστικός exclamatory
θαυμαστικές προτάσεις exclamatives
θαυμαστικός-ή-ό exclamative
θαυμαστικό exclamation mark (!)
θύλακας (ο) enclave