ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

260 results
Greek Term English Term
Θετικός-ή-ό plus
θετικός,-ή,-ό positive
θετικός βαθμός (ο) positive degree
θετικό πρόσωπο (το) positive face
θετικός βαθμός (ενός επιθέτου) (ο) positive grade
θετική ευγένεια (η) positive politeness
θετική παρεμβολή (η) positive transfer
θετικισμός (ο) positivism
Θεώρημα (το) theorem
θεώρημα της απεραντοσύνης (το) vastness theorem