ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Ημισυλλαβικός-ή-ό | demisyllabic |
Ημισυλλαβή (η) | demisyllable |
ημιπληγικός,-ή-ό | hemiplegic |
ημισφαιρική εξειδίκευση (η) | lateralization |
ημιπρόσφυμα (το) | semi-affix |
ημισύμφωνο (το) | semi-consonant |
Ημιπαθητικός-ή-ό | semi-passive |
ημιπρόθημα (το) | semi-prefix |
ημιπαραγωγικός-ή-ό | semi-productive |
ημιπρόταση | semi-sentence |