ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
εφαρμογή της γλωσσολογίας σωμάτων κειμένου (η) | applications of corpus linguistics |
Εφαρμογή Ανάκτησης με Επίγνωση ΚΓΓΣ (η) | SGML-Aware Retrieval Application (SARA) |
εφαρμογή (η) | application |
ΕΦ επιθετική φράση (η) | AP (adjective phrase) |
ευφωνία (η) | euphonism |
ευφωνία | euphony |
ευφράδης,-ης,-ες | fluent |
ευφημισμός | euphemism |
ευσταχιανή σάλπιγγα | eystachian tybe |
εύρωστος,-η,-ο | robust |