ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
εξωθητικός | ejective |
εξωθητικός-ή-ό | ejective / explosive |
εξωθητικά προστριβόμενα | ejective affricates |
εξωθητικά κλειστά | ejective stops |
εξωκανονιστικός-ή-ό | exonormative |
εξωθητικά της Λακότα (τα) | Lakhota ejectives |
εξώθηση (η) | occlusion |
εξωθητικός,-ή,-ό | occlusive |
εξώθηση (η) | plosion |
εξωθητικός,-ή,-ό κλειστός,-ή,-ό | plosive |