ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
εξασθένηση (η) attenuation
εξασθένηση (η) attrition
εξαρτώμενος από τα συμφραζόμενα context-dependent
εξαρτώμενος dependent
Εξαρτώμενος-η-ο, εξαρτημένος-η-ο dependent
εξάρτηση στοιχείου πλήρωσης - κενού (η) filler-gap dependency
εξασθένηση (η) lenisization
Εξάρτηση μεγάλης απόστασης (η) long-distance dependency
εξασθένηση (η) weakening
εξάρτηση-wh (η) wh-dependency