ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
εξαρτημένη επιρρηματική πρόταση (η) | adverbial dependent clause |
εξαρτημένη αλλαγή (η) | conditioned change |
εξαρτημένη συγχώνευση (η) | conditioned merger |
εξαρτημένη απόκριση (η) | conditioned response |
εξαρτημένη παράταξη (η) | cosubordination |
εξαρτημένη πρόταση (η) | depended sentence |
εξαρτημένη πρόταση | dependent clause |
εξαρτημένη πρόταση | dependent sentence |
εξαρτημένη μεταβλητή (η) | dependent variable |
εξαρτημένο ρήμα (το) | dependent verb |