ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
εντοπισμός συνειρμικού αρχετύπου (ο) | associative priming |
εντροπία (η) | entropy |
εντύπωση (η) | impressionistic |
Ένωση Βιβλιοθηκών (η) | Library Association |
ενωσιακή βάση δεδομένων βιβλιοθηκών (η) | library union database |
εντοπισμός του κενού (ο) | noticing the gap |
έντυπο λεξικό (το) | paper dictionary |
έντυπο λεξικό (το) | print dictionary |
ένωση | union |
ενωσιακό σύνολο (το) | union set |