ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
εγκυκλοπαιδικό λεξικό | encyclopaedic dictionary |
εγκυκλοπαιδική γνώση | encyclopaedic knowledge |
εγκυκλοπαιδική σημασία (η) | encyclopaedic meaning |
εγκυκλοπαιδική σημασιολογία (η) | encyclopaedic semantics |
εγκυκλοπαιδικό περιεχόμενο (το) | encyclopedic content |
εγκυκλοπαιδικό λεξικό (το) | encyclopedic dictionary |
εγκυκλοπαιδική πληροφορία (η) | encyclopedic information |
εγκυκλοπαιδική λεξικογραφία (η) | encyclopedic lexicography |
εγκυκλοπαιδικό υλικό (το) | encyclopedic material |
εγκυκλοπαιδική σημασία (η) | purport |