ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Ενσώματη Γραμματική των Δομών (η) | ECG |
ενσώματη νόηση (η) | embodied cognition |
Ενσώματη Γραμματική των Δομών (η) | embodied construction grammar |
ενσώματη εμπειρία (η) | embodied experience |
ενσυναισθητική δείξη (η) | empathetic deixis |
ενσυναίσθηση (η) | empathy |
ενσωματώνω/-ομαι | incorporate |
ενσωματωμένος-η-ο | incorporated |
ενσωματικός προσανατολισμός (ο) | integrative orientation |
ενότητα (η) | unit |