ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
έννοια όλον | comprehensive concept |
εννοιακή ομογενοποίηση | conceptual integration |
εννοιακή σημασία (η) | conceptual meaning |
έννοια της πρωταρχικής πηγής (η) | primary source concept |
έννοια του πρωταρχικού στόχου (η) | primary target concept |
Έννοια (η), εννοιακός-ή-ό | sense |
εννοιακή διάκριση | sense discrimination |
εννοιακή διάκριση (η) | sense distinction |
εννοιακή σχέση | sense relation |
εννοιακές σχέσεις | sense relations |