ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
εναρμόνιση εννοιών concept harmonization
εναρκτική φράση cue phrase
εναρκτικό ρήμα (το) inceptive
εναρκτικός,-ή,-ό inceptive (incep, INCEP)
εναρκτικός,-ή,-ό inchoative
εναρκτικό ρήμα (το) inchoative
εναρκτικός,-ή,-ό ingressive
εναρκτήρια λειτουργία (η) initiation
εναρκτήριο όργανο (το) initiator
εναρκτικός,-ή,-ό initive