ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
εναλλακτής (ο) alternant
Εναλλαγή1 (η), αναπλήρωση (η) alternation
εναλλαγή κωδικών (η) code switching
εναλλαγή κωδικών (η) code-switching
εναλλαγή γλώσσας από το σπίτι στο σχολείο (η) home-school language switch
εναλλαγή (η) permutation
εναλλαγής substitutional
εναλλαγή αναφοράς (η) switch reference
Εναλλαγή αναφοράς (η) switch reference
Εναλλαγή2 (η) switching